Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνάπλωσιν — ἐνάπλωσις resolution into the elements fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενάπλωση — η (Α ἐνάπλωσις) νεοελλ. ανάπτυξη, άπλωμα αρχ. διάλυση ενός σώματος στα συστατικά στοιχεία του … Dictionary of Greek